πριάπειος

πριάπειος
-α, -ο / πριάπειος, -εία, -ον, ΝΑ, και ιων. τ. πριήπειος, -είη, -ον, Α [Πρίαπος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πρίαπο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Πριάπεια
συλλογή από 80 ολιγόστιχα ενδεκασύλλαβα και ελεγειακά λατινικά ποιήματα γραμμένα σε επιγραμματικό ύφος, που διαμορφώθηκαν στην Ελλάδα αλλά καλλιεργήθηκαν προπάντων από τους Ρωμαίους, και αφιερωμένα στον Πρίαπο
3. φρ. «πριάπειο μέτρο»
(μετρ.) δίκωλο μικτό μέτρο που σύγκειται από γλυκώνειο και φερεκράτειο και το οποίο παίρνει διάφορα σχήματα κατά τη θέση τού δακτύλου και στα δύο κώλα
νεοελλ.
συνεκδ. άσεμνος, αισχρός, ασελγής
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.)
μέλη γραμμένα στο πριάπειο μέτρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Πριάπειον — Πρῑάπειον , Πρίαπος Priapus masc acc sg Πρῑάπειον , Πρίαπος Priapus neut nom/voc/acc sg Πριά̱πειον , Πριάπειος of Priapus masc/fem acc sg Πριά̱πειον , Πριάπειος of Priapus neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πριαπήϊον — το, Α 1. το φυτό σατύριον* 2. το φυτό ίον, ο μενεξές ή βιολέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πρίαπος + κατάλ. ήϊον (αντί ειον), ουδ. τού επιθ. πριάπειος (πρβλ. μνημ ήϊον)] …   Dictionary of Greek

  • Πριάπεια — Πρῑάπεια , Πρίαπος Priapus neut nom/voc/acc pl Πριά̱πεια , Πριάπειος of Priapus neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”